Από τη χρεωκοπία στην αυτογνωσία
Από “Τhe book's Journal” και τους:
Ορέστης Καλογήρου (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)
Γιώργος Καρράς (Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο)
Βάσω Κιντή (Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Μάνος Ματσαγγάνης (Οικονομικό Πανεπιστήμιο)
Ελίζα Παπαδάκη (δημοσιογράφος)
Δαμιανός Παπαδημητρόπουλος (πολιτικός αναλυτής)

Υπάρχουν ζητήματα που βρίσκονται εκτός δημοκρατικών διαδικασιών, που δεν μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία. Δεν μπορούμε για παράδειγμα να ψηφίσουμε για το αν ισχύουν, ή όχι, οι νόμοι του Νεύτωνα - είναι άλλες οι διαδικασίες μέσω των οποίων θα αποφανθούμε για την εγκυρότητα ή μη των νόμων αυτών. Αν εμείς, παρόλα αυτά, θελήσουμε να θέσουμε τους νόμους του Νεύτωνα σε ψηφοφορία, το πραγματικό νόημα της ψηφοφορίας αυτής δεν θα είναι η εγκυρότητα των νόμων, αλλά το κατά πόσον εμείς θέλουμε να τους λαμβάνουμε υπόψη ή θέλουμε να τους αγνοούμε (και ενδεχομένως να φάμε το κεφάλι μας). Σε κάθε περίπτωση οι φυσικοί νόμοι υπάρχουν έξω από μας, Σε μας το μόνο που μένει είναι να συγχρονίσουμε τη σκέψη μας με αυτούς, να τους καταστήσουμε (και μαζί να καταστήσουμε και τους εαυτούς μας) έλλογους, ή να μην το κάνουμε: τούτο το τελευταίο μεταφερόμενο στο επίπεδο της κοινωνίας είναι υπό την ευρεία έννοια ο λαϊκισμός.
Οι κοινωνικοί και οικονομικοί νόμοι δεν είναι ακριβώς σαν τους νόμους της φύσης, αναλλοίωτοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε κάθε χρονική περίοδο δεν ισχύουν συγχρονικά τέτοιοι νόμοι. Με αυτή (και μόνο με αυτή) την έννοια όσα ισχύουν για το φυσικό περιβάλλον και τους νόμους του, ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τα κάθε λογής περιβάλλοντα (κοινωνικό, οικονομικό κλπ) εντός των οποίων βρισκόμαστε και η ισχύς των οποίων εκφεύγει των ορίων της ελληνικής δημοκρατίας. Θα οφείλαμε ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουμε το περιβάλλον αυτό και -στο βαθμό που δεν μπορούμε έτσι απλά δια προεδρικού διατάγματος να το αλλάξουμε- να το λαμβάνουμε υπόψη μας. Η ιστορία των τελευταίων τριάντα χρόνων στη χώρα μας, που είναι ακριβώς η ιστορία του λαϊκισμού, εντός του οποίου όλοι, μα κυριολεκτικά όλοι, είμαστε βουτηγμένοι, είναι αδιαλείπτως και σε περίοδο προϊούσας παγκοσμιοποίησης μια ιστορία άγνοιας περιβάλλοντος, νόμων και κανόνων, μια ιστορία έκρηξης ενός ιδιόμορφου ελληνικού βολονταρισμού. Αυτή την άγνοια περιβάλλοντος η αριστερά την ονομάζει αντίσταση και ανυπακοή, σε πείσμα της δικής μας παιδείας, που δεν τη θεωρούμε δα λιγότερο αριστερή από των άλλων, σύμφωνα με την οποία αντίσταση σημαίνει να αντιπαλεύεις κάτι προκειμένου να το αλλάξεις κι όχι απλώς να το αγνοείς.
Ένα μόνο παράδειγμα άγνοιας αντικειμενικών συνθηκών θα φέρουμε από το παρελθόν, γιατί σκοπός μας εδώ δεν είναι να κάνουμε ιστορία. Στις αρχές της δεκαετίας του 80 και ενώ η Ελλάδα έχει μόλις εισέλθει στην “Κοινή Αγορά”, στην ελεύθερη αγορά της Ευρώπης και επομένως βρίσκεται μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν ελέγχει, το ΠΑΣΟΚ εφευρίσκει ένα υβριδικό οικονομικό μοντέλο, το οποίο θα μπορούσαμε να το κωδικοποιήσουμε ως εξής: παράγουμε καπιταλιστικά, αμειβόμαστε σοσιαλιστικά, καταναλώνουμε ελεύθερα και παγκοσμιοποιημένα. Μέσα σε λίγα χρόνια ένα μεγάλο μέρος της μη ανταγωνιστικής ελληνικής παραγωγικής βάσης αφανίστηκε από προσώπου γης, ένα άλλο κομμάτι κατέληγε στο δημόσιο υπό τη μορφή των προβληματικών επιχειρήσεων. Στο εξής ένας ολοένα συρρικνούμενος και ασθενικός ιδιωτικός τομέας είχε να θρέψει ένα διογκωμένο και διογκούμενο δημόσιο τομέα, με συνέπεια η σοσιαλιστική αμοιβή (σύμφωνα με τις ανάγκες μας) και η ελεύθερη παγκοσμιοποιημένη κατανάλωση να εξασφαλίζεται με δανεισμό.
Αλλά και όταν, στις αρχές του 2000, η χώρα προσχώρησε στο ευρώ, το νόμισμα δηλαδή έπαψε
να είναι πολιτικό εργαλείο, καθώς βρέθηκε κι αυτό εκτός ορίων της ισχύος της ελληνικής δημοκρατίας, ουδείς προβληματίστηκε για τη νέα αντικειμενική συνθήκη που δημιουργείτο και τον τρόπο προσαρμογής προς αυτήν. Κάπως έτσι φτάσαμε στο φθινόπωρο του 2009, όταν ξεκίνησε, δειλά στην αρχή, με μεγάλη ένταση λίγους μήνες αργότερα, η επανάσταση των δανειστών μας, οι οποίοι, λόγω των τεράστιων ελλειμμάτων που σωρεύονταν κάθε χρόνο σε ένα ήδη δυσθεώρητο χρέος, αρνήθηκαν να ανακυκλώσουν το χρέος μας, ή ζητούσαν τέτοια επιτόκια για να το πράξουν, που η αποδοχή τους και μόνο εκ μέρους μας ήταν συνώνυμη της χρεωκοπίας.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, μιας κατάστασης δηλαδή που και πάλι το πεδίο ορισμού της βρίσκεται έξω από μας, εκτός ορίων της ελληνικής δημοκρατίας, στις αγορές, ήταν το μνημόνιο. Αρκετοί χαρακτηρισμοί έχουν ακουστεί, όπως “το απαράδεκτο μνημόνιο”, “το μνημόνιο δεν είναι μονόδρομος”, τάσσομαι κατά του μνημονίου”, να κάνουμε δημοψήφισμα, “να ψηφίσουμε αν είμαστε υπέρ ή κατά του μνημονίου”. Στην πραγματικότητα σε όλους αυτούς δεν αρέσουν οι συνέπειες του μνημονίου, όπως δεν αρέσουν στους ανθρώπους οι συνέπειες ενός σεισμού, ή μιας καταιγίδας. Αλλά οι συνέπειες του μνημονίου, για να αξιολογηθούν, θα πρέπει να συγκριθούν με τις συνέπειες του μη μνημονίου: το μνημόνιο μας δίνει για κάτι λιγότερο από τρία χρόνια κάποια χρήματα με σχετικά υποφερτό επιτόκιο, προκειμένου αφενός να εξυπηρετήσουμε το ληξιπρόθεσμο χρέος μας, αφετέρου να καλύψουμε τα καινούργια ελλείμματα που θα δημιουργήσουμε σ' αυτά τα τρία χρόνια. Σε αντάλλαγμα αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να μειώνουμε σταδιακά αυτά τα ελλείμματα, μέχρι να τα φέρουμε κάτω του 3% του ΑΕΠ. Για παράδειγμα το 2009 το δημόσιο είχε έσοδα περίπου 50 δις (για την ακρίβεια 49) και δαπάνες 85 δις, άρα το έλλειμμα ήταν πάνω από 35 δις. Το μνημόνιο μας επέβαλε να μειώσουμε το 2010 το έλλειμμα κατά 6% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου κατά 15 δις. Αυτό την ίδια στιγμή σημαίνει ότι μας επέτρεπε (και μας χρηματοδοτούσε) να έχουμε ένα έλλειμμα 20 δις (35-15=20). Με αυτά τα 20 δις πληρώσαμε μισθούς (μειωμένους), συντάξεις, τόκους κ.ο.κ.
Χωρίς τα χρήματα του μνημονίου η χώρα θα χρεωκοπούσε. Χρεωκοπία σημαίνει βέβαια αδυναμία πληρωμής χρεωλυσίων, ενδεχομένως και τόκων, σημαίνει όμως ταυτόχρονα και αδυναμία δανεισμού, διακοπή συναλλαγών και πάρε-δώσε του ελληνικού δημοσίου με τον έξω κόσμο. Αδυναμία καινούργιου δανεισμού σημαίνει αδυναμία χρηματοδότησης του καινούργιου (έστω μειωμένου) ελλείμματος που “παράγουμε” σα χώρα το 2010, το 2011 κλπ. Σημαίνει δηλαδή αναγκαστικά απότομη, ήδη από το 2010, προσγείωση σε μια κατάσταση μηδενικού ελλείμματος σαν κι αυτή στην οποία φιλοδοξούμε να φθάσουμε σταδιακά μέσω μνημονίου σε λίγα χρόνια. Αλλά αυτή την απότομη προσγείωση (είναι πολύ εύκολο να την υπολογίσουμε, είναι 36 δις μείον οι τόκοι που ενδεχομένως χρεωκοπώντας δεν θα πληρώναμε) η χώρα δεν θα μπορούσε κοινωνικά να την αντέξει -εδώ δεν καταφέρνει να αντέξει την πολύ μικρότερη προσγείωση του μνημονίου. Αν καταλαβαίνουμε καλά τα όσα περιγράφουμε, σημαίνουν στην πραγματικότητα μια κατάσταση τόσο διογκωμένου ελλείμματος, ώστε η χώρα να μην αντέχει (κοινωνικά) ούτε καν να χρεωκοπήσει.
Αυτό είναι άλλωστε που φοβούνται και οι αγορές. Φοβούνται δηλαδή ότι αν και όταν, με τη βοήθεια και του μνημονίου, φθάσουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα και επομένως δεν έχουμε ανάγκη καινούργιου δανεισμού για να χρηματοδοτήσουμε ελλείμματα, τότε και μόνον τότε θα πάμε σε μια μορφή λελογισμένης χρεωκοπίας (αναδιάρθρωση), είτε με κούρεμα, είτε με επιμήκυνση, είτε με αναδιαπραγμάτευση επιτοκίου, ή με έναν συνδυασμό όλων αυτών, ώστε να μειώσουμε το ύψος των τοκοχρεωλυσίων που μας βαραίνουν και που σιγά σιγά θα προσεγγίζουν τα 20 δις. Λένε πολλοί ότι το μνημόνιο αποτυγχάνει, γιατί ακόμα και στο βαθμό που πετυχαίνουμε κάποιους από τους στόχους του, δεν πέφτουν τα σπρεντ και επομένως δεν θα μπορέσουμε να βγούμε για δανεισμό στις αγορές. Αλλά τα σπρεντ δεν μειώνονται, επειδή οι αγορές φοβούνται όσα περιγράψαμε παραπάνω -και οι αγορές θα συνεχίσουν να φοβούνται. Εμείς δεν έχουμε παρά να εκπληρώσουμε τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων (το μνημόνιο δηλαδή) και τότε θα έχουμε τη δυνατότητα επιλογής, να “αποφασίσουμε” δηλαδή αν θα επιβεβαιώσουμε τους φόβους των αγορών αναδιαρθρώνοντας το χρέος, ή αν αντέχουμε να το τιμήσουμε -οπότε θα πέσουν και τα σπρεντ. Τα εισαγωγικά στο “αποφασίσουμε” έχουν την έννοια, ότι η χρεωκοπία μιας χώρας δεν μπορεί να είναι μια πράξη συμφέροντος, αλλά μια πράξη εξαναγκασμένη, μια πράξη απόγνωσης, η έσχατη λύση. Αυτής της μορφής η χρεωκοπία γίνεται κατανοητή και αποδεκτή από τους άλλους. Η άλλη χρεωκοπία, κοινώς το φέσωμα (που ορισμένοι αριστεροί προτείνουν κάπου μεταξύ λύσης και επαναστατικής πράξης), δεν είναι αποδεκτή και προκαλεί αντιδράσεις και αντίποινα. Αυτό καλό είναι να το έχουν κατά νου και όσοι θεωρούν, ότι την ώρα που προσφερόταν στη χώρα η λύση του μνημονίου, εμείς είχαμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε τη χρεωκοπία. Η αντίδραση θα ήταν τέτοια, που πιθανότατα σε λίγες βδομάδες δεν θα διαθέταμε συνάλλαγμα να αγοράσουμε πετρέλαιο για να κινηθούν τα φορτηγά μας.
Υπάρχουν άλλοι που κατηγορούν το μνημόνιο ως αντιαναπτυξιακό και κομπάζουν πως είχαν προβλέψει ότι θα μας οδηγούσε σε αδιέξοδο. Αλλά όταν έχεις το 2009 ρίξει 35 δις δανεικά στην οικονομία σου (και το ίδιο έκανες και τα προηγούμενα χρόνια) και τώρα πρέπει να τα αφαιρέσεις, είτε σταδιακά (μνημόνιο), είτε απότομα (μη μνημόνιο), πολύ απλά γιατί κανείς δεν σου τα δανείζει πλέον, αυτή η αφαίρεση εξ ορισμού είναι η συρρίκνωση. Ας μας πει κάποιος πως θα αφαιρεθεί ένα 15% του ΑΕΠ από την οικονομία, χωρίς να έχουμε πτώση του ΑΕΠ και θα τον χειροκροτήσουμε, γιατί θα έχει ανακαλύψει νέους γεωμετρικούς χώρους. Σε αυτή την κατάσταση ανάπτυξη μπορεί καταρχάς να έρθει μόνο απέξω.